- ανούατος
- ἀνούατος, -ον (Α) [ους]ο χωρίς αφτιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνούατον — ἀνούατος without ear masc/fem acc sg ἀνούατος without ear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek